- κατευλογέω
- κατευ-λογέω, strengthd. for εὐλογέω, Plu.2.66a, LXX To.11.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατευλογοῦντα — κατευλογέω pres part act neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατευλογέω pres part act masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦσι — κατευλογέω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric) κατευλογέω pres ind act 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλόγει — κατευλογέω pres imperat act 2nd sg (attic epic) κατευλογέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογεῖται — κατευλογέω pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογηθεῖσα — κατευλογέω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογουμένη — κατευλογέω pres part mp fem nom/voc sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦντες — κατευλογέω pres part act masc nom/voc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογοῦντος — κατευλογέω pres part act masc/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογῆσαι — κατευλογέω aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλόγησεν — κατευλογέω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατευλογήσας — κατευλογήσᾱς , κατευλογέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)